“Όπως τα υπόγεια νερά βρίσκουν
μια ρωγμή και αναβλύζουν,
έτσι και η πηγή δεν μπορεί να υπερηφανεύεται ότι το νερό της ανήκει.
Το ίδιο και το συμπαντικό
ποτάμι της δημιουργίας, απλά βρίσκει ρωγμές
από τα κεφάλια κάποιων και αναβλύζει.”
Θανάσης
Παπακωνσταντίνου.
(Απόσπασμα
από το ντοκιμαντέρ “Στα κέρατα του ταύρου” 2007)
Τι
εννοούμε όταν λέμε τη λέξη τέχνη;
Θα μπορούσε να είναι η
δεξιοτεχνία του χεριού με την επέκταση ενός πινέλου, μιας κάμερας, μιας
γραφίδας ή μιας πένας. Η ικανότητα να περιγράφεις με λέξεις ένα συναίσθημα, να
συνδυάζεις εικόνες, κινήσεις, ήχους. Να λαξεύεις την πέτρα, το μάρμαρο, τον
πάγο· να κινείς το σώμα σου αρμονικά, να μπορείς να παράγεις φωνή πάνω σε
νότες, να αποθανατίζεις, να περιγράφεις, να εννοείς. Τέχνη, όμως, θα ήταν και
να χτίζεις, να οικοδομείς, να επισκευάζεις, να εμπνέεις, να εφευρίσκεις ή ακόμα
και να υπολογίζεις. Επιπρόσθετα, τέχνη θα μπορούσε να είναι και το να μιλήσεις,
να παρατηρήσεις, αλλά σίγουρα και το να σωπάσεις ή να βρεθείς σε ακινησία.
Ίσως, αυτή η λίστα να μην τελειώνει ποτέ. Οτιδήποτε εκφράζει, δηλαδή οτιδήποτε
συνδέει, οτιδήποτε περιέχει νόημα και ουσία που μπορεί να συντονίσει κύτταρα,
μπορεί και να νοηθεί ως τέχνη.
Κατά συνέπεια, τέχνη
για εμάς είναι η ίδια η ζωή. Είναι το κοσμικό ποτάμι - αυτή η ενέργεια - που
περιγράφεται πολύ
όμορφα στην παραπάνω φράση. Ένα ποτάμι από κοσμική ουσία, καθόλου μεταφυσική,
καθόλου απόμακρη, καθόλου φανταστική. Ένας υπόγειος χείμαρρος φτιαγμένος από τα
δάκρυα, τον ιδρώτα του κόπου μας, τις επιθυμίες, τις ανάγκες, τους πόθους μας.
Όλο το ουσιώδες μέρος της συλλογικής διαδικασίας που διαπερνά όλα τα έμψυχα και
άψυχα συστατικά του κόσμου, και που τελικά συντείνει σε αυτόν τον λόγο για τον οποίο
η ύπαρξη αποκτά νόημα για μας και περιεχόμενο.
Η τέχνη, λοιπόν, από
αυτή την οπτική δεν μπορεί παρά να είναι μέρος του διαρκούς συλλογικού
υποκειμένου, το οποίο βρίσκεται σε μια συνεχή δυναμική αλληλεπίδραση. Μια
αλληλεπίδραση που, αν δεν υπήρχε, δε θα υπήρχαν μαζί της και τα ίδια τα
εργαλεία της έκφρασης, τα οποία αποτελούν κώδικα επικοινωνίας. Με εργαλεία τη φαντασία, τη δημιουργικότητα, την ηθική και την αισθητική κατασκευή,
οικοδομούμε πρώτα απ’ όλα τη σχέση, και με αφορμή αυτή, παράγουμε την
πραγματικότητα στο σύνολό της.
Ως εκ τούτου, και εμείς στο στέκι
πολιτιστικών ομάδων κοινωνούμε αυτή τη συνείδηση και καλλιεργούμε μια παράδοση
η οποία θέτει ως επίκεντρο τη σχέση και τη συλλογική διαδικασία. Μια διαδικασία
δηλαδή, που
αποτελεί κρίκο στην αδιάκοπη αλυσίδα του παρελθόντος και του μέλλοντος.
Ιδανικά, ένας κόσμος
μέσω του οποίου θα μπορούσαμε να εικονίσουμε αυτή την οπτική όπως την
περιγράφουμε ως τώρα και να μας την καθρεφτίσει, ίσως και να μην είχε καν αυτήν
την ανάγκη. Ένας κόσμος δηλαδή, στον οποίο όλα αυτά που λέμε θα ήταν εύκολα κατανοητά, θα μπορούσε να
ήταν κι ένας κόσμος που δε θα τα είχε διόλου ανάγκη. Στον σύγχρονο καπιταλισμό όμως, όλα κατά βάση
παρουσιάζονται ανεστραμμένα.
Τα περιεχόμενα της
τέχνης αντί να είναι το υπέδαφος για τη θεμελίωση μιας ουσιώδους
πραγματικότητας, μας εμφανίζονται σαν εξωγενείς και εξέχουσες μορφές, που
κατάγονται, αλλά και κατευθύνονται από και προς κάποια μοναδική ελίτ. Η τέχνη δηλαδή στον
καπιταλισμό παίρνει τη μορφή προνομίου για όσους έχουν τον χρόνο και το χρήμα
να την καταναλώσουν, επιφορτίζεται με αντίτιμο και γίνεται εμπόρευμα, ενώ
παράλληλα στρατεύεται με την πλευρά της κυριαρχίας και εξυπηρετεί τους σκοπούς
της συντήρησης και της αναπαραγωγής της.
Η μαζική κουλτούρα
είναι αυτή που απευθύνεται στον κόσμο, με ύφος απολογητικό για το υπάρχον, ενώ
οι καλλιτέχνες και οι δημιουργοί, διαχωρίζονται από το σύνολο και
παρουσιάζονται ως μονάδες που φέρουν την καλλιτεχνική φύση και τάση.
Η
τέχνη έτσι, αρχικά απαλλοτριώνεται από τα χέρια της συλλογικής συνείδησης και
στη συνέχεια γίνεται όπλο της εξουσίας αφού κατακερματίζεται μέσα από μια
κυρίαρχη θέση για την ιδιοκτησία, στην οποία προσωποποιείται και τελικά “ανήκει στον καλλιτέχνη”, όπως όλα τα
άλλα υλικά αγαθά και εμπορεύματα. Μια πραγματικότητα δηλαδή, στην οποία ιδιωτικοποιούνται και
εξατομικεύονται εκφάνσεις της ανθρώπινης αισθητικής δραστηριότητας, που
αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διαχρονικής, οριζόντιας και συλλογικής
βιωματικής επεξεργασίας. Εταιρίες και εμπορευματικά συμφέροντα βιομηχανοποιούν
τον αισθητικό κόσμο και τον μετατρέπουν σε εμπόρευμα που είναι ικανό να
τυποποιηθεί και να παραχθεί μαζικά.
Όλοι
μας μεγαλώσαμε σε αυτόν τον κόσμο, όπου αναγκαστικά κυρίως καταναλώνουμε αυτό
το προϊόν που νοείται ως τέχνη. Ο καταναλωτικός τρόπος μας απομακρύνει από τη
φυσική μας σχέση με τη συλλογική αισθητική δημιουργία, καθώς αλλοτριώνει τη
σχέση μας με τον ίδιο μας τον εαυτό. Η τέχνη τελικά μας επιστρέφει ως κάτι
τελείως αποξενωμένο, που παρ’ ότι έχουμε συμμετάσχει ως συλλογικά υποκείμενα
στη δημιουργία του, τώρα μας παρουσιάζεται ως κάτι ξένο που χρειάζεται να το
αγοράσουμε για να μπορέσουμε να ταυτιστούμε, να κλάψουμε, να γελάσουμε με αυτό.
Αυτή η διαμεσολάβηση λοιπόν, πέρα από το να λειτουργεί αποξενώνοντας μας από
τον εαυτό μας, λειτουργεί και προς την αποξένωση μεταξύ μας.
Το
ποτάμι της
τέχνης, θα μπορούσε να είναι το όχημά πάνω στο οποίο θα διανύσουμε την απόσταση από το εγώ στο εμείς. Ένας τρόπος να σχετιστούμε
με τα πανανθρώπινα βιώματα, τον πόνο, τη χαρά και τα ανθρώπινα πάθη.
Κόντρα
στον ζόφο και την αποξένωση λοιπόν, οραματιζόμαστε τις πολιτιστικές ομάδες του στεκιού και τη σχέση μας με
την τέχνη όσο πιο αδιαμεσολάβητα γίνεται. Αναλαμβάνουμε διαρκώς την πιο πολιτική και ρηξιακή θέση
που μπορούν να πάρουν οι άνθρωποι σήμερα, δηλαδή τη ριζική συσχέτιση με τη ζωή,
τη συλλογική δράση, τη συλλογική δημιουργία. Η τέχνη βρίσκεται στα έγκατα της
γης, στις ρίζες του συλλογικού μας εαυτού και πάνω σε αυτό το δέντρο που
αναπόφευκτα μεγαλώνει και προχωρά με την ιστορία, εμείς προσπαθούμε να
συναντιόμαστε.
Προσπαθούμε
να ζυμωνόμαστε με οριζόντιους όρους, με ισοτιμία, χωρίς την καθετότητα που
επιβάλλει ο ιεραρχικός τρόπος κοινωνικής οργάνωσης. Προσπαθούμε να βρίσκεται η
δημιουργικότητα και η φαντασία μας έξω από τις επιταγές της θεαματικότητας και
της κατανάλωσης, έτσι ώστε να μπορούμε να νιώθουμε ελεύθερα να δημιουργήσουμε
οτιδήποτε μας κατέβει, χωρίς να σκεφτούμε εάν αυτό υποτάσσεται στη λογική της
αγοράς και θα πουλήσει ή εάν αυτό συντάσσεται με ό, τι ζητά το αφεντικό ή το
κοινό.
Μπορούμε
να συζητάμε, να φανταζόμαστε, να πράττουμε αδιαμεσολάβητα, βάζοντας στο
επίκεντρο την επιστροφή στο συλλογικό υποκείμενο. Η επιμονή μας γύρω από τη
συλλογικοποίηση
προκύπτει από την ανάγκη να εναντιωθούμε στο σύστημα που μας επιβάλει τον
ανταγωνισμό, τον καταναλωτισμό και τον εξατομικευμένο τρόπο προσέγγισης της
ζωής, του εαυτού και των σχέσεων.
Δεν υπάρχουν καλλιτέχνες, ούτε ειδικοί. Τέχνη
είναι η ζωή, η σχέση, οι επιθυμίες μας. Ζήτω η ζωή!
Ανοιχτή Διαχειριστική Συνέλευση Στεκιού
Πολιτιστικών Ομάδων